πτερνοσκόπος

πτερνοσκόπος
-ον, Μ
(ως προσωνυμία τού διαβόλου) αυτός που παρατηρεί τις φτέρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πτερνοτήρης — ὁ, Μ ο πτερνοσκόπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + τηρης (< τηρῶ), πρβλ. δεμνιο τήρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”